ύδραστις

ύδραστις
(hydrastis). Γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριοειδών. Το γένος αυτό αριθμεί δύο μόνο είδη, ένα ιθαγενές της Ιαπωνίας και ένα ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής. Το ρίζωμα της ύ. της καναδικής είναι φαρμακευτικό και χρησιμοποιείται σε δόσεις 0,50-1 γραμ., πολλές φορές την ημέρα, σε μορφή σκόνης, ή σε μορφή αφεψήματος ως αγγειοσυσταλτικό φάρμακο σε περιπτώσεις αιμορραγιών, αιμορροΐδων, καθώς και ως αποχρεμπτικό, καρδιοτονωτικό και αντιπεριοδικό φάρμακο. Η ενεργός ουσία της δρόγης αυτής είναι το αλκαλοειδές υδραστίνη. Περιέχει όμως και άλλα αλκαλοειδή, όπως η καναδίνη.
* * *
-άστιδος, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη ή, σύμφωνα με άλλα συστήματα ταξινόμησης, μοναδικό μέλος τής οικογένειας υδραστιδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. νεολατ. hydrastis (βλ. υδραστίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδραστιδίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με μοναδικό μέλος το γένος ύδραστις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. νεολατ. hydrastidaceae < hydrastid (< ύδραστις*) + κατάλ. aceae (πρβλ. ίδες)] …   Dictionary of Greek

  • υδραστίνη — η, Ν (φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από τις ρίζες τού φυτού ύδραστις και το οποίο χρησιμοποιείται ως αγγειοσυσταλτικό και αιμοστατικό τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrastine < νεολατ. hydrastis (πιθ. ανώμαλος σχηματισμός …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”